διεκροή

διεκροή
η [διεκρέω]
διαρροή, διαφυγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διέκρους — ο (Α διέκρους και διέκροος) [διεκρέω] νεοελλ. 1. διεκροή* 2. διεκρευστήρας* αρχ. δίοδος για να διαφεύγουν ρεύματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”